Ο ΠΡΟΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Ο ΣΜΥΡΝΙΟΣ

Κατερίνα Παπαδοπούλου

Τμήμα Α3

Θυμάμαι τον παππού μου τον Δημήτρη, που μου έλεγε ιστορίες για το δικό του μπαμπά, τον Σπύρο. Ήμουν πολύ μικρή, μόλις 6 χρονών, μετά "έφυγε" και εκείνος...

Όμως θυμάμαι, που καθόταν στο πιάνο και μας έπαιζε το happy birthday στα γενέθλιά μας και τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Ο παππούς μου όταν καθόταν στο πιάνο μας "ταξίδευε". Τα δάχτυλά του μαγικά. Η μουσική μελωδική. Μπορούσε να παίξει ότι σκεφτόταν, ότι ήθελε, ότι φανταζόταν... Είχε αδυναμία στη τζαζ αλλά με την ίδια ευκολία έπαιζε τα πάντα, μοντέρνα, ελαφριά, λαϊκά. Έγραφε μουσική, έκανε ενορχηστρώσεις.

Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες, τη Νανά Μούσχουρη στα πρώτα της βήματα, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον Δάκη, τον Βοσκόπουλο, τη Μαρινέλλα, τη Μοσχολιού και  με πολλούς άλλους.

Την αγάπη του και το ταλέντο του στη μουσική, τα είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του τον Σπύρο Περιστέρη. Μας τον περιέγραφε ως «αρχοντάνθρωπο» που αγαπούσε την οικογένειά του και λάτρευε την γυναίκα του, που τον περίμενε όποια ώρα κι αν γύριζε από τη δουλειά του καλοντυμένη και χαμογελαστή στο καλοστρωμένο «Κωνσταντινοπολίτικο» τραπέζι, γεμάτο με ποικιλία φαγητών.

Η περιγραφή που ακολουθεί είναι λίγο πολύ γνωστή και από τα άρθρα που έχουν κυκλοφορήσει με την βιογραφία του προπάππου μου.

Σπύρος Περιστέρης, Σμύρνη 1900– Αθήνα Μάρτιος 1966

Ο προπάππους μου Σπύρος, γεννήθηκε στη Σμύρνη, από πατέρα μουσικό, Αθηναίο που είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς τότε η Πόλη ήταν μεγάλο πνευματικό κέντρο.

Μαθαίνει από την παιδική του ηλικία μαντολίνο και η πρόοδός του είναι τέτοια, ώστε αφήνει άφωνους τους καθηγητές του, ιδιαίτερα τον Ιταλό δάσκαλό του στη Σμύρνη, όταν σε ηλικία μόλις 13 ετών εκτελεί μ’ ένα «ιδιότροπο» όργανο (το μαντο-τσέλο) ένα κομμάτι για μαντολίνο, αγγίζοντας για πρώτη φορά το όργανο αυτό. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη (τέλος 1913 ή αρχές του 1914) και συνέχισε τις σπουδές του στο ιταλικό σχολείο (πότε στη Σμύρνη, πότε στην Κωνσταντινούπολη), με την ιδιαίτερη φροντίδα της μητέρας του.

Το 1918, επιστρέφει στη Σμύρνη, για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας «Τα πολιτάκια», δηλαδή σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Εκεί γνωρίζεται με όλα τα σημαντικά πρόσωπα της μουσικής ζώνης της Σμύρνης, που θα ξαναβρεθούν στην Ελλάδα μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1922.

Η Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα, η πιο διάσημη Ελληνική ορχήστρα που δημιουργήθηκε στην Σμύρνη και έκανε το γύρο του κόσμου κατά το χρονικό διάστημα 1898 – 1921.

Ένα καινοτόμο και πρότυπο μουσικό κίνημα, μια ορχήστρα που δημιουργεί νέες μορφές στην Ελληνική μουσική μέσω της αφομοίωσης στοιχείων της Ανατολής και της Δύσης. Το σημαντικότερο στοιχείο, ενδεικτικό της προσφοράς της, υπήρξε το γεγονός ότι στους κόλπους της γεννήθηκε η οπερέτα, διαμορφώθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι, η Αθηναϊκή καντάδα και αργότερα το λαϊκό τραγούδι, διαχωρίζοντας σαφώς το ύφος των τραγουδιών σε ελαφρό και λαϊκό, με τους διάφορους χαρακτήρες του.

Η Εστουδιαντίνα «επέζησε» μέχρι τη χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλ το 1922, δημιουργώντας ένα μύθο γύρω από το όνομά της, αφού έγινε διεθνώς γνωστή με περιοδείες στην Αγγλία, Γαλλία και αλλού, σαν «Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα». Το 1908 έλαβε μέρος και στις γιορτές για τη στέψη του βασιλιά Εδουάρδου της Αγγλίας.

Ο Σπύρος Περιστέρης μετά την Μικρασιατική καταστροφή, μεταξύ 1929-32, επανασυστήνει την Εστουδιαντίνα με μια ομάδα φημισμένων μουσικών και εργάζονται, περιοδικά, στο υπερωκεάνειο «Βασιλεύς Αλέξανδρος» που έκανε το ταξίδι Ελλάδα–Αμερική.

Η συμμετοχή του στη δισκογραφία, άρχισε αμέσως μετά το 1924, όταν εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, οι πράκτορες των Ευρωπαϊκών εταιρειών δίσκων και άρχισαν τις ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών. Το ξεκίνημα του εργοστασίου της Columbia και γενικά της μονάδος παραγωγής δίσκων στον Περισσό, από την αγγλική Grammophone, βρίσκει τον Σπύρο Περιστέρη στους επί κεφαλής μουσικούς, σαν μαέστρο-οργανοπαίχτη και επιλογέα ρεπερτορίου.

Το 1932 θα γνωρίσει και θα συνεργαστεί με τον Μάρκο Βαμβακάρη στην ηχογράφηση των πρώτων του τραγουδιών, με τα σήματα της Columbia και His Master’ Voice. Την ίδια χρονιά συνδέεται οικογενειακά και επαγγελματικά με τον επίσης νεαρό στιχουργό Μίνωα Μάτσα, ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση και δύο άλλων δισκογραφικών εταιρειών Odeon και Parlophone.

Από τότε ο Σπύρος Περιστέρης θα παραμείνει–μέχρι τον θάνατό του–ο μουσικός «καθοδηγητής» των μουσικών τεκταινομένων και μαζί με τους Παναγιώτη Τούντα, Γιάννη Δραγάτση (ή Ογδοντάκη), Κώστα Σκαρβέλη και Δημήτρη Σέμση, θα «ορίσουν» τη μοίρα του νεώτερου ελληνικού λαικού τραγουδιού, αφού από τα χέρια τους θα περάσουν για έγκριση, βελτίωση και ενορχήστρωση, όλα τα τραγούδια των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου.

Η συμβολή του Σπύρου Περιστέρη στη διαμόρφωση του ύφους στο νεώτερο λαικό τραγούδι των πόλεων, δεν περιορίζεται μόνο στις επιλογές του ρεπερτορίου. Η ικανότητά του να αναγνωρίζει τις φωνητικές δυνατότητες του κάθε ερμηνευτή, μας έδωσε αξεπέραστους φωνητικούς συνδυασμούς, που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν.

Ο προπάππους μου, Σπύρος Περιστέρης παρέμεινε παρά τις διοικητικές αλλαγές στις εταιρείες Odeon-Parlophone, μέχρι το θάνατό του, πλάι στο φίλο της νεότητάς του Μίνωα Μάτσα, με τον οποίο γράψανε μία μεγάλη σειρά τραγουδιών.

Σεμνός, ηθικός, συμπαραστάτης όλων των νέων μουσικών–αφού δεχόταν να παίξει ακόμα και στις ηχογραφήσεις των «μουσικών εγγονών του», έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1966, σε ηλικία μόλις 66 χρόνων.

Έγραψε πολλά τραγούδια, διαχρονικά τραγούδια που ακούγονται και σήμερα, τα δύο που ξεχώριζε ήταν αφιερωμένα στη προγιαγιά μου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις