Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΦΟΥΛΑΤΖΙΚ: ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Άννα-Μαρία-Ειρήνη Μωρόγιωργα

Τμήμα Α3

Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό Πρόξενο στην Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον (George Horton) να γράψει: «Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος».

Στις 23 Ιουνίου 1922 σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (και αντίστοιχα 6 Ιουλίου  με το νέο) γράφτηκε στο Φούλατζικ της Βιθυνίας  της  Μικράς  Ασίας  μία  από  τις  τραγικότερες  σελίδες της  Μικρασιατικής  Εκστρατείας  και  αυτού  που  ονομάστηκε  Μικρασιατική Καταστροφή.

Αυτά  που διαδραματίστηκαν  την  ημέρα  εκείνη  καταγράφηκαν  από  τους  ιστορικούς  ως  το  «Ολοκαύτωμα  του   Φούλατζικ» .

Η σφαγή στο Φούλατζικ και η βία που άσκησαν οι κεμαλικοί κατά των χριστιανικών, κιρκασιανών αποτυπώνεται στον παρακάτω θρήνο στην τουρκική γλώσσα των Ελλήνων της κωμόπολης, όπου ο απεχθής εχθρός δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά αλλά είναι απλώς οι κεμαλικοί.

Κεμαλιν ανταμλαρί χαρμανλαρντάν ιντιλέρ,

Σαλέ γκιουνού Φουλατζιγι μπαστιλάρ

Γκιουζέλ καριλαρί αϊρί κοϊντουλάρ

Βε τσιπλακ οϊναττιλάρ

Τσοτζουκλαριμιζι όλμεντεν μεζαρά κοϊντουλαρ

Γετίς Γιουνανιστανίμ, γετίς,γιαρντίμ κίμσεντεν γιόκτουρ

Δηλαδή

Οι Κεμαλικοί κατέβηκαν από τ' αλώνια,

κι ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλαζίκ,

διάλεξαν τις ωραίες μας και τις έβαλαν γυμνές στο χορό.

Έθαψαν τα παιδιά μας, ολοζώντανα,

τους άνδρες έκαψαν στην εκκλησιά,

και στου παπά στο στόμα πέρασαν χαλινάρι.

Φθάσε Ελλάδα μου, φθάσε, δεν έχω βοήθεια.

Θρησκεία

Στο χωριό υπήρχε μια εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, η οποία ήταν μεγάλη, πέτρινη, με χωρητικότητα περί τα 400-500 άτομα.

Όταν οι τούρκοι  πολιόρκησαν το Φούλατζικ από τα χαράματα της Κυριακής 21 Ιουνίου 1922. Αφού ασφάλισαν όλα τα περάσματα, ώστε οι πολιορκημένοι να μην μπορούν ναι διαφύγουν, την Τρίτη 23 Ιουνίου 1922, μπήκαν πάνοπλα τμήματα στο χωριό και κάθισαν στα καφενεία της αγοράς. Εκεί ο αρχηγός τους Τζεμάλ μπέης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού Γεώργιο Χατζηχρήστου, τον ιερέα παπα-Φίλιππο Καλοκίδη και τους άλλους προκρίτους και τους διέταξε να παραδώσουν τα όπλα του χωριού, με την απειλή ότι θα επακολουθήσει έρευνα και αν σε κάποιο σπίτι βρεθούν όπλα, οι μεν ένοικοι θα σφαγιασθούν, το δε σπίτι θα πυρποληθεί.

Όταν παραδόθηκαν τα τουφέκια του χωριού, διέταξαν τον πρόεδρο και τον παπα-Φίλιππο να συγκεντρώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του κόσμου, όπως και έγινε. Μέσα σε τρεις ώρες παραδόθηκαν στον δήμιο 1.800 λίρες και όλα τα κοσμήματα των γυναικών.

Το μεσημέρι οι Τούρκοι πείνασαν και παρήγγειλαν στον κόσμο να συγκεντρώσει στα επτά (7) καφενεία της αγοράς τροφή για εξακόσια (600) άτομα. Ο κόσμος τρομαγμένος ανταποκρίθηκε και έφερε μέσα σε σάκους και κοφίνια άφθονα τρόφιμα ψωμί, τυρί, κρέας και γλυκά. Σε κάθε καφενείο καθόταν 30-40 τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν έξω και είχαν κυκλωμένο το χωριό. Στους κατοίκους του χωριού επικρατούσε σιγή θανάτου. Τελικά δόθηκε η εντολή στον παπα-Φίλιππο: Όλοι οι άντρες του χωριού από 14 ετών και άνω να συγκεντρωθούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο Τζεμάλ μπέης. Όλοι τότε κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβεί και προσπάθησαν να κρυφτούν. Βλέποντας αυτό οι τούρκοι έβγαλαν «τελάλη» και απείλησαν ότι όποιος βρεθεί στο σπίτι του ή στον δρόμο θα τουφεκιστεί. Τελικά, γύρω στις 15.00 μ.μ., μετά από έρευνες και υπό την απειλή των όπλων οδηγήθηκαν στην εκκλησία περίπου 300 άτομα και κλείσθηκαν μέσα. Πορευόμενοι προς τον τόπο του μαρτυρίου.

Όταν οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν στον Ναό, μπήκε μέσα ο σαδιστής Τζεμάλ μπέης και, μπροστά στα μάτια των άλλων εγκλείστων, βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα και εθνομάρτυρα παπά-Φίλιππο. Του πέρασε καπίστρι στο λαιμό και χαλινάρι στο στόμα, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα του μάτι, τον έσυρε στο Ιερό, κι εκεί τον έσφαξε σαν αρνί, επάνω στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα έσυραν το σώμα του έξω, με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και το πέταξαν σε μια χαράδρα.

Στην συνέχεια έδεσαν απέξω την πόστα της εκκλησίας και έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς τους κλεισμένους. Οι τελευταίοι, προκειμένου ν’ αποφύγουν τον φρικτό θάνατο, αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν έξω από τον Ναό, γνωρίζοντας ότι τους περίμεναν τα τουφέκια και τα μαχαίρια των τούρκων. Πολλοί τουφεκίστηκαν βγαίνοντας, άλλοι σφάχτηκαν στον περίβολο της εκκλησίας.

Οι τούρκοι όμως δεν αρκέσθηκαν στους 300 της εκκλησίας. Γνώριζαν ότι ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού ήταν μεγαλύτερος και για τον λόγο αυτό συνέχισαν τις έρευνες στα σπίτια, πριν τα πυρπολήσουν.

ΔΙΗΓΗΣΗ της, εκ μητρός, γιαγιάς μου, 12 ετών τότε: «…Στο σπίτι μας, που ήταν πέτρινο και διώροφο, είχαμε κρυφτεί 27 άτομα, 11 άνδρες και 16 γυναικόπαιδα. Μεταξύ τους ο πατέρας μου, η μητέρα μου και το νεογέννητο αδελφάκι μου. Ξαφνικά οι τούρκοι έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. Ένας απ’ αυτούς στάθηκε στην εξώπορτα άπλωσε το χέρι του στην κάσα της και από κάτω περνούσαν έξω μόνο τα γυναικόπαιδα. Τους άντρες τους κράτησαν μέσα. Βγαίνοντας άκουσα τον αρχηγό τους να φωνάζει: «κασάπ γκελ» (σφαγέα έλα). Αμέσως μετά ο «κασάπ» με το γιαταγάνι του αποκεφάλισε τους 10 από τους 11 άντρες, μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου δάσκαλο, έβαλαν φωτιά και τα πτώματά τους κάηκαν μαζί με το σπίτι. Ο 11ος άντρας πρόλαβε και φόρεσε το σαλβάρι, την ζακέτα και την μαντίλα της μάνας μου και διέφυγε μαζί μας, σκυφτός, παριστάνοντας τη γυναίκα.

Οι τούρκοι οδήγησαν έξω από το χωριό περί τα δέκα (10) κορίτσια, που τα υποχρέωσαν να γδυθούν και να χορεύουν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, πάνω από τα πτώματα των χωριανών. Πολλές γυναίκες ατιμάσθηκαν από τον ξεχαλίνωτο τουρκικό όχλο. Ακολούθησε ένα νέο Ζάλογγο, καθώς περί τις είκοσι (20) μικρομάνες έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να γλιτώσουν από την ατίμωση. Τελικά, όσοι διασώθηκαν, κατευθύνθηκαν νύκτα προς τα κατάφυτα βουνά του Κραν για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους. Εκεί εκτυλίχθηκε ένα νέο δράμα. Συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη ομάδα, όμως τα βρέφη πεινούσαν και έκλαιγαν. Υπήρχε κίνδυνος ν’ ακουστούν τα κλάματα και να τους ανακαλύψουν οι τούρκοι, που τους έψαχναν, πολλά εγκαταλείφθηκαν στα τσαλιά και έγιναν βορά των θηρίων.

Σύμφωνα με τη ΔΙΗΓΗΣΗ της γιαγιάς: Τον Ιούνιο του 1922, η αδελφή της,  ήταν έξι (6) μηνών, ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, της ζητήθηκε από τους άλλους χωριανούς επιτακτικά να το παρατήσει το παιδί για να μην προδοθούν. Η μητέρα της έκανε πέτρα την καρδιά της και  αναγκάσθηκε να το εγκαταλείψει  στον δρόμο  γιατί  έκλαιγε και θα το άκουγαν οι τούρκοι, δεν γύρισε πίσω να το δεί  για να μην λυγίσει, μεγάλος πόνος, βουβός πόνος να εγκαταλείπει η μάνα το παιδί, με βαριά καρδιά  έφυγε μαζί με τους άλλους χωριανούς. Ποτέ δεν ξέχασε την σκηνή αυτή μέχρι να πεθάνει.

Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και βρέφη δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182 ονόματα.

Από την Κωνσταντινούπολη με πλοία μεταφέρθηκαν στην Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Ερεσό. Κάποιες οικογένειες τακτοποιήθηκαν στην Λήμνο και στην Σάμο. Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν αρχικά στον Βόλο, μετά στην Καλαμάτα και στην Θεσσαλονίκη. Επίσης Φουλατζικλήδες κατοικούν στη Βέροια, στον Βόλο, στις Σέρρες, στην Αθήνα και κυρίως  στον Ευρωπό Ν. Κιλκίς. 

Αυτούς τους νεκρούς, τους νέους Εθνομάρτυρες, τιμούμε  και τους  αποδίδουμε φόρο τιμής στην αλησμόνητη, σ’ εμάς, θυσία τους.

Ας είναι αιωνία η μνήμη τoυς.

Σχόλια